- γγάστρωμα
- το [γγαστρώνω]1. η εγκυμοσύνη2. το να καθιστά κανείς μια γυναίκα έγκυο3. η ανυπόφορη ενόχληση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γκάστρωμα — το βλ. γγάστρωμα … Dictionary of Greek
εγγάστρωμα — και γγάστρωμα, το η σύλληψη … Dictionary of Greek